-
1 недорогой
-
2 недорогой
недорогойприл ὀλιγοδάπανος, ὄχι ἀκριβός, φτηνός. -
3 inexpensive
[inik'spensiv](not costly; not expensive: inexpensive clothes.) όχι ακριβός,φθηνός,οικονομικός -
4 недорогой
επ., βρ: -орог, -орога, -орого;1. όχι ακριβός φτηνός•-ая мебель φτηνό έπιπλο•
-ая столовая φτηνό εστιατόριο.
2. χαμηλός•-ая плата χαμηλός μισθός.
|| μτφ. ανυπολόγιστος. -
5 родной
επ.1. γνήσιος, καθαρός• πραγματικός•родной отец πραγματικός πατέρας (όχι πατριός)•
-ая мать πραγματική μάνα (όχι μητριά)•
брат γνήσιος (καθ εαυτού) αδερφός.
|| συγγενής.2. ουσ. πλθ. -ые οι συγγενείς•у него нет -ых αυτός δεν έχει συγγενείς•
дальние -ые μακρινοί συγγενείς.
3. της γέννησης•родной край, -ая сторона η ιδιαίτερη πατρίδα, η γενέτειρα•
родной город η γενέτειρα πόλη•
-ое село το χωριό που γεννήθηκα, χωριό-γενέτειρα.
4. αγαπητός, ακριβός, προσφιλής• εγκάρδιος• επιστήθιος. || (κλήση, προσφώνηση)• αγαπητέ, καλέ, φίλτατε.εκφρ.родной язык – μητρική γλώσσα.
См. также в других словарях:
υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… … Dictionary of Greek
ψευδός — ή, ό, Ν αυτός που δεν μπορεί να προφέρει σωστά ορισμένους φθόγγους, ιδίως το ψ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδής, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. (πρβλ. ακριβής > ακριβός). Το επίθ., αρχικά, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που πρόφερε εσφαλμένα, όχι σωστά … Dictionary of Greek